Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

«Τεμαχισμένος» Καβάφης και αλλοτρίωση






Η μαρξιστική θεώρηση της αλλοτρίωσης, εκφράζεται σύμφωνα με τον Ε. Παπανούτσο, ως μια μορφή αποκόλλησης του ανθρώπου από το έργο του, η οποία οδηγεί στην ψυχική του αποξένωση από την κοινωνία. Με λίγα λόγια, η αλλοτρίωση κατά Μαρξ, ερμηνεύεται ως μια κριτική απέναντι στο σύστημα του καπιταλισμού που αντικαθιστά την ανθρώπινη επαφή με την εργασία, με ένα «φορντικών» προδιαγραφών αυτοματοποιημένο σύστημα μαζικής παραγωγής, όπου ουσιαστικά ο άνθρωπος αποτελεί απλά ένα εξάρτημα στη δημιουργία του. Το χάσμα μεταξύ ανθρώπου και εργασίας, οδηγεί σε αποστασιοποίηση ανάμεσα σε πολλούς τομείς της ζωής του, θεσμικά, πολιτισμικά, κοινωνικά. Η άγνοια της διαδικασίας παραγωγής, δύναται να αναχθεί σε άγνοια του κοινωνικού γίγνεσθαι, με αποτέλεσμα οι κοινωνικές ανάγκες να μετατρέπουν τον άνθρωπο, σε παρείσακτο, μοναχικό, αποξενωμένο από το σύνολο και τελικά αλλοτριωμένο. Κι όμως ποια η σύνδεση της θεωρίας της αλλοτρίωσης με τον Κ.Π. Καβάφη; Πως οι περιβόητοι καβαφικοί στίχοι που φιλοξενούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ερμηνεύονται από την οπτική μιας κοινωνιολογικής θεώρησης; Ποιο είναι το μήνυμα που λαμβάνει ο δέκτης, όταν το βλέμμα του προσπερνά φευγαλέα έναν αποκομμένο στίχο; Και εν τέλει, πως καταλήγουμε «ξένοι»;

Αρχικά, η ποίηση αποτελεί ζωντανή οντότητα. Ας φανταστούμε την ποίηση σαν ένα σώμα με αρτηρίες και αίμα που να τις διαπερνά. Οι αρτηρίες είναι οι στίχοι, ενώ το αίμα αποτελεί το νόημα που εμποτίζουν την τακτοποιημένη και συνάμα άναρχη μορφή του ποιήματος. Τώρα ας φέρουμε την εικόνα στο «καβαφικό παρόν» που κατακλύζει κάθε πολυσύχναστη γωνιά της πόλης. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς φέρουν στίχους, παραλυμένους από το σώμα του ποιήματος, οι οποίοι στέκονται άχαρα δίπλα από μια μινιμαλιστική φιγούρα του Καβάφη. Έτσι ο στίχος « ειν’ επικίνδυνον πράγμα η βία» δεν μπορεί να παραπέμψει, παρά σε φόβο ενάντια της βίαιης επαναστατικής αντίδρασης απέναντι στο κατεστημένο. Η δε σύνδεσή του με το βαθύ κόκκινο φόντο, συνάδει με την ταύτιση της επανάστασης ως τρομοκρατία της αριστεράς. Επομένως, το μήνυμα που θα λάβει ο δέκτης με έναν σύντομο παραγωγικό συλλογισμό ερμηνεύεται ως εξής «Η βία είναι επικίνδυνη. Η αριστερά συνήθως κρύβεται πίσω από βίαιες πράξεις. Άρα η αριστερά είναι επικίνδυνη». Επομένως, υπάρχει μονομερής ταύτιση της βίας με την αριστερή αντίληψη. Ο στίχος εν προκειμένω εξυπηρετεί κάποιο σκοπό, ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με το νόημα που το προόριζε ο ποιητής. Στο ποίημα «Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ» από όπου προέρχεται ο μισός αυτός στίχος, ο Καβάφης γράφει: «Να μη βιαζόμεθα΄ είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία. ». «Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια» συνεχίζει ακριβώς από κάτω.

Η αποκοπή του στίχου από το κεντρικό νόημα, απαθανατίζει την κοινωνική απομάκρυνση από το νόημα του ζην, σε μια κοινωνία, σε μια πόλη, σε μια Δημοκρατία. Η ημέρα ξεκινά με την φράση «Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά», στίχος που προαναγγέλλει μια φορτική μέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας η δουλειά παρουσιάζεται ως αναγκαίο κακό, ως μια περιττή διαδικασία, αυστηρώς ενταγμένη στα πλαίσια της κοινωνικής πραγματικότητας, με σκοπό την εξασφάλιση των προς του ζην. Η δημιουργική πλευρά της εργασίας εξαφανίζεται και αντικαθίσταται με την ανάγκη για επιβίωση σε μια πραγματικότητα, η οποία επιβάλλει τη συμμόρφωση, τη ρεαλιστική αντίληψη των πραγμάτων, την πεποίθηση πως η ανέλιξη –υλική και πνευματική- αποτελεί μια πολυτέλεια και άρα δεν αρμόζει σε μια ολοένα απαιτητικότερη κοινωνία. Όπως προκύπτει και από τον στίχο «τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή», η εσωτερική μάχη φιλοδοξιών και ψευδαισθήσεων κλιμακώνεται, οι αμφιβολίες κορυφώνονται στο σημείο όπου η αμφισβήτηση αγγίζει την αδράνεια. Τα άτομο αποθαρρύνεται, μετατρέπεται σε έρμαιο των καταστάσεων και υιοθετεί τον ρόλο που τον αντιπροσωπεύει καλύτερα. Και εν τέλει, αλλοτριώνεται.


Στο ταξίδι της μοναξιάς και της αλλοτρίωσης, οι ένδοξες μνήμες του παρελθόντος επιστρέφουν. «Επέστρεψε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις», στίχος που απομονωμένος αποκρύπτει ένα ηδονικό παρελθόν, μνήμες μιας πλουσιότερης ζωής, οι οποίες «καταβαραθρώθηκαν» και εξισώθηκαν με το κυνήγι της εφήμερης κάλυψης αναγκών. Κι όμως, η ημέρα λήγει με ένα μήνυμα χλιαρής αισιοδοξίας : «Και τέλοσπάντων, να, τραβούμ’ εμπρός». Σαν μήνυμα προεκλογικής εκστρατείας, το υποσυνείδητο του δέκτη αφουγκράζεται την ανάγκη για πρόοδο, δίχως αναστολές, δίχως αντίδραση, παρά μόνο με την μοναδική ιδιότητα που του δύναται να αξιοποιήσει (ή μάλλον να θυσιάσει)΄ τον χρόνο του. Η Ιώβειος υπομονή του και η αιρετική πίστη στον προοδευτικό απεγκλωβισμό από την κρίση θα οδηγήσουν στην πρόοδο. Η πρόοδος ή καλύτερα η ταύτιση με την ευρωπαϊκή - παγκόσμια πραγματικότητα είναι η «Κερκόπορτα» που πρέπει να κατακτηθεί πάση θυσία.


Στο τέλος της περισυλλογής, ο δέκτης καταλήγει «ξένος πολύ». Απομονώνεται ,αντανακλαστικά σχεδόν, από το σύνολο, αισθάνεται ξένος και αδύναμος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καθηκόντων που έχει επιφορτιστεί. Έτσι, η «τρομοκρατία της μοναξιάς» εξαπλώνεται αποτελεσματικά, μέσα από τη σύνθεση αυθαίρετων στίχων. Το μοναδικό αυτό παιχνίδι αποκωδικοποίησης ερμηνεύει τη συλλογιστική πορεία που ακολουθεί ασυναίσθητα ο εγκέφαλος μέσα από μηνύματα, των οποίων η ερμηνεία δεν έγκειται στην ταυτόχρονη επαφή με αυτά, αλλά μακροπρόθεσμα, καταγράφονται υποσυνείδητα, κάτι που θυμίζει το πείραμα της Coca Cola του 1957.

Ωστόσο ο Καβάφης, πότε δεν μίλησε για κρίση. Τα αποσπάσματα που επιλέχθηκαν στην πλειοψηφία τους αποτελούν κομμάτια της γνωστής «καβαφικής ειρωνείας». Ο Καβάφης, στα φερόμενα και ως «ιστορικά ποιήματα» του, τοποθετεί το σκηνικό σε μια συγκεκριμένη εποχή του ιστορικού παρελθόντος, με ήρωες Ρωμαίους ή αρχαίους Έλληνες («Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200π.Χ.», «Το 31 μ.Χ., Αλεξάνδρεια» , «Δαρείος» κ.ο.κ.), στο οποίο ο ίδιος διατηρεί μια αποστασιοποιημένη στάση, επιφορτίζοντας τους ήρωες με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, που στην πορεία γίνονται έκδηλα μέσα από καταστάσεις και σατιρικά γεγονότα. Όπως σημειώνει και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ο Καβάφης προσφέρει μέσα από τη συγκεκριμένη κατηγορία των ποιημάτων του την « εμβληματική κωδικοποίηση ενός κόσμου […]που αμφιβάλλει […] χωρίς την παραμικρή οργή και ζέση[…]μέσα από ένα σαρδόνιο μόνο και στραβό χαμόγελο». 








Παρόλα αυτά, η ίδια η ζωή του Καβάφη, τα πάθη και οι αποτυχίες του (στην Ελλάδα δέχτηκε δριμεία κριτική για την ποίησή του από επιφανείς ποιητές και λογοτέχνες της εποχής, όπως ο Κ. Βάρναλης. Ο πρώτος που αναγνώρισε την καβαφική ποίηση και την εισήγαγε στο ελληνικό κοινό ήταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, το 1903.), υποδηλώνουν τη δυσκολία του ποιητή να προσαρμοστεί σε μια συντηρητική κοινωνία, ειδικότερα αυτής της Αλεξάνδρειας. Η συμπλεγματική του φύση, η ιδιάζουσα προσωπικότητα του, ο φόβος της εικόνας και των γηρατειών (βλ. «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομαγηνή, 592 μ.Χ. ) καθώς και οι ομοφυλοφιλικές τάσεις του, πολλές φορές τον καθιστούσαν «ξένο» σε μια κοινωνία, που ανέκαθεν τασσόταν υπέρ της μαζικοποίησης και του αφορισμού του καινούριου ή του διαφορετικού.

Εν κατακλείδι, σε μια ολοένα και πιο φορτική πραγματικότητα, το νόημα της ζωής δεν πρέπει να χάνεται. Ο χρόνος που διαμοιράζεται στην πληθώρα των δραστηριοτήτων και που εμείς, οι άνθρωποι χαρίζουμε, δεν πρέπει να θεωρείται σπατάλη. Και όπως θα το έθετε καλύτερα μια αυθεντία στον χώρο της ποίησης:

«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.»

Κ.Π. Καβάφης, 1863- 2013



Φαίη Παππά, φοιτήτρια Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς



1 σχόλιο: